- χνιαρωτέρα
- Α(κατά τον Ησύχ.) «χνοω < δεσ>τέρα».[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος ανήκει πιθ. στην οικογένεια τού ρ. χναύω*. Ωστόσο, παραμένει πιθανό ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ., ενώ το ερμήνευμα θα οδηγούσε σε μία σύνδεση με τον τ. χνοῦς «χνούδι», τού οποίου, όμως, η σύνδεση με τις λ. χναύω*, χνόη* παραμένει αμφίβολη (βλ. και λ. χνοῦς)].
Dictionary of Greek. 2013.